- κυτισηνόμος
- κῠτῐσηνόμος, ον, ([etym.] νέμομαι)A eating κύτισος, [χελύνη] Nic.Al.560.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυτισηνόμος — κυτισηνόμος, ον (Α) αυτός που τρώγει το φυτό κύτισος* («χελώνης... οὐρείης κυτισηνόμου», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύτισος + συνδετικό φωνήεν η (πιθ. για μετρικούς λόγους) + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. βοη νόμος, υλη νόμος … Dictionary of Greek
κυτισηνόμου — κυτισηνόμος eating masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)